- ομπρέλα
- η(λ. ιταλ.), μέσο φορητό για την προφύλαξή μας από βροχή ή ήλιο, αλλ. παρασόλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομπρέλα — Αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την προστασία του ανθρώπου από τη βροχή ή απότον ήλιο. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική umbre = σκιά, ανάλογη με την ελληνική σκιάδιον). Η ο. αποτελείται από ένα υφασμάτινο κάλυμμα που στηρίζεται σε σιδερένιες … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
άττα — (atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν… … Dictionary of Greek
αλεξήλιο — Βλ. λ. ομπρέλα. * * * το ομπρέλα χρήσιμη για την προφύλαξη από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω* «απομακρύνω» + ήλιος Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parasol] … Dictionary of Greek
αλεξιβρόχιο — Βλ. λ. ομπρέλα. * * * το ομπρέλα χρήσιμη για την προφύλαξη από τη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * + βροχή Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parapluie < para (στοιχείο που εκφράζει την έννοια τής προστασίας, τής προφυλάξεως) «εμποδίζω,… … Dictionary of Greek
σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… … Dictionary of Greek
Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia
Griechische Sprachenfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia
Griechische Sprachfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia
Griechischer Sprachenstreit — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia